ταξίμι

ταξίμι
το, Ν
μουσ. αυτοσχεδιαστικό, με δεξιοτεχνικό συνήθως χαρακτήρα, προανάκρουσμα που εδραιώνει το κλίμα ενός ήχου, βυζαντινού ή δημοτικού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για λ. τουρκ. προέλευσης].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”